Πρέπει
να δοθεί έμφαση στην πρωτογενή παραγωγή (γεωργία-κτηνοτροφία); Σίγουρα είναι
σημαντική, αλλά δεν μπορούμε να βασιστούμε εκεί, διότι το ορεινό ανάγλυφο του
νησιού (οι πεδινές εκτάσεις είναι λίγες) και το πρόβλημα άρδευσης είναι
αποτρεπτικοί παράγοντες για μαζική παραγωγή αγαθών. Έπειτα, πρέπει να
συνυπολογιστεί ο παράγοντας της μεταφοράς τους εκτός νησιού (κόστος, χρόνος,
συνθήκες αποθήκευσης και μεταφοράς, κ.α.). Από την άλλη, υπάρχουν οι προδιαγραφές παραγωγής ποιοτικών
προϊόντων, οι ευκαιρίες ανάπτυξης πολλών διαφορετικών λειτουργιών σε ένα κομμάτι αγροτικής γης, όπως και υπάρχει μια γενική στροφή των (ευρωπαίων) καταναλωτών στην ποιότητα των προιόντων. Στη Λέσβο, όμως, απαιτείται
βελτίωση/ πιστοποίηση/ ανάδειξη της ποιότητας των τοπικών προϊόντων και αυτό πρέπει να
ξεκινήσει από τα πρώτα στάδια ανάπτυξης/ καλλιέργειάς τους (βλ. χρήση νέων τεχνολογιών, σωστή και συνεχής συμβουλευτική/ επίβλεψη, εφαρμογή νόμων και προτύπων ποιότητας, συντήρηση μηχανημάτων).
Πρέπει
να δοθεί έμφαση στη δευτερογενή παραγωγή (βιομηχανία -- σύγχρονα εργοστάσια, μηχανήματα,
μεταποίηση, μαζική παραγωγή αγαθών, κλπ); Μέχρι σήμερα, δεν έχουμε επιτύχει
κάτι τέτοιο, το οποίο γενικότερα είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί, καθώς πρέπει να προσελκύσουμε αρκετούς
επενδυτές, να παραμερίσουμε πολλές άλλες μορφές ανάπτυξης με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να γίνει ένας νέος ορθολογικός σχεδιασμός με αυτά τα δεδομένα, να εξασφαλίσουμε ικανοποιητική συμμετοχή του ντόπιου πληθυσμού στην εργασία, κλπ. Γι' αυτά, και πολλά άλλα, τέτοια ανάπτυξη είναι αμφίβολη... ειδικά σε νησί (βλ. μικρή κλίμακα, απομόνωση). Φυσικά, σε μια τέτοια περίπτωση, υπάρχει το ρίσκο μεγάλων --και συχνά μη αναστρέψιμων-- περιβαλλοντικών καταστροφών, δηλαδή καταστροφών στους περιβαλλοντικούς μας πόρους (δεδομένης και της σύγχρονης λειτουργίας του κράτους μας) που φυσικά έχουν άλλοτε έμμεσο και άλλοτε άμεσο αντίκτυπο στον άνθρωπο, τόσο στην οικονομία, όσο και στην κοινωνία, αλλά και στον πολιτισμό. Υπάρχουν όμως πολύ
μικρές, μικρές και μεσαίες οικογενειακές
-κυρίως- επιχειρήσεις, όπως και ένα
μεγάλο αναξιοποίητο πολιτισμικό κεφάλαιο.
Πρέπει
να δοθεί έμφαση στην τριτογενή παραγωγή (παροχή υπηρεσιών –τουρισμός); Στη
Λέσβο, δεν υπάρχουν υποδομές ανάπτυξης μαζικού τουρισμού (ήλιος-άμμος-θάλασσα),
όπως σε άλλα μέρη της Ελλάδας και της Μεσογείου. Αντιθέτως, υπάρχουν προοπτικές ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού και δραστηριοτήτων ήπιας μορφής που
σχετίζονται με τη φύση, το περιβάλλον, το τοπίο. Η ανάπτυξη αυτών των δραστηριοτήτων δεν απαιτεί μεγάλες υποδομές, απαιτεί όμως προστασία και καλή
διαχείριση των πολιτισμικών και φυσικών μας πόρων και ορθό σχεδιασμό/ στρατηγική. Για παράδειγμα, χωρίς την
ουσιαστική βοήθεια της Πολιτείας, μόνο από τον τουρισμό παρατήρησης πουλιών και
άγριας φύσης, καθώς και από τον γεωτουρισμό, το νησί μας αποκομίζει σημαντικά
κέρδη σε «νεκρές» τουριστικά περιόδους (ενίοτε ίσως και περισσότερα από 3.000.000€ το χρόνο), όταν ζητούμενο για τα νησιά μας είναι η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.
Τα
συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, ή αλλιώς οι πολιτισμικοί
και περιβαλλοντικοί μας πόροι, είναι τα διαφορετικά οικοσυστήματα, τα
πολλά είδη πτηνών, θηλαστικών, ερπετών και φυτών (ανάμεσά τους και αρκετά
σπάνια και προστατευόμενα είδη), το Απολιθωμένο Δάσος, οι ιαματικές πηγές, το
ορεινό ανάγλυφο. Επίσης, είναι οι διάφορες περιοχές αρχαιολογικού και ιστορικού
ενδιαφέροντος, όπως ο προϊστορικός οικισμός Θερμής, η παλαιολιθική θέση Ροδαφνίδια του Λισβορίου (που λόγω των πρόσφατων ευρημάτων θεωρείται πλέον θέση-κλειδί για τη μετακίνηση των πρώτων ανθρώπων), ο χώρος του αρχαίου θεάτρου, το
ρωμαϊκό υδραγωγείο, τα κάστρα μας, κλπ.
Είναι τα αρχοντικά, οι παραδοσιακές οικίες, τα παλιά ξωκλήσια, τα γραφικά
μοναστήρια με διάφορα κειμήλια, αλλά και τα μουσεία της ελιάς, του σαπουνιού,
του αλατιού, όπως και οι ξερολιθιές, τα πυργόσπιτα, οι υδρόμυλοι, οι στέρνες,
τα πηγάδια, οι υδατογέφυρες, κλπ. Επιπροσθέτως, υπάρχει και μια πλούσια
πολιτισμική παράδοση: Σαπφώ, Αρίων, Θεόφραστος, Τέρπανδρος, Μυριβήλης, Βενέζης,
Εφταλιώτης, Θεόφιλος, Ελύτης, κ.α.
Άρα,
η ανάπτυξη μπορεί να επιτευχθεί με έμφαση στην ποιότητα, στην τοπική
βιοτεχνία, στο πολιτισμικό και περιβαλλοντικό μας κεφάλαιο, στο τοπίο, στη
μικρή κλίμακα και στον Άνθρωπο. Και τα παραπάνω θα πρέπει να λειτουργήσουν συνδυαστικά. Δηλαδή συνδυαστική αξιοποίηση της πρωτογενούς, της δευτερογενούς και της τριτογενούς παραγωγής, όπως αυτή περιγράφηκε παραπάνω. Μια ανάπτυξη τέτοιας μορφής θα βοηθούσε και στην αναβάθμιση του πολιτισμικού μας επιπέδου, αλλά και της ποιότητας ζωής μας. Απαιτείται, λοιπόν,
προστασία των πολιτισμικών και φυσικών πόρων (που σήμερα ΔΕΝ υπάρχει),
ενοποιημένη στρατηγική marketing (κάτι που σήμερα ΔΕΝ υπάρχει), εκπαίδευση-ευαισθητοποίηση
επαγγελματιών και δημοτών σε αυτή τη λογική (κάτι που σήμερα ΔΕΝ υπάρχει),
σχεδιασμός, οργάνωση και συντονισμός ενεργειών σε επίπεδο δημοσίων υπηρεσιών, φορέων, αρχών, κλπ (που σήμερα ΔΕΝ υπάρχουν —κάποιες
μεμονωμένες ενέργειες δεν «σώζουν» την κατάσταση). Με άλλα λόγια, απαιτείται
κόπος και τρόπος… όχι μόνο λόγια. Ας αναρωτηθούμε, λοιπόν, όλοι: ΓΙΑΤΙ όλα τα παραπάνω σήμερα ΔΕΝ υπάρχουν;
Η
κήρυξη ολόκληρου του νησιού ως γεωπάρκου
από την UNESCO
είναι
μια μεγάλη ευκαιρία προς αυτή την κατεύθυνση, η οποία πρέπει να αξιοποιηθεί καταλλήλως
(για να μη χαθεί στο μέλλον)… τώρα που ο κόσμος για να επιβιώσει, πλέον,
αρχίζει –με διαφόρους τρόπους– να
επιστρέφει στη γη, στο περιβάλλον, στο τοπίο, τα οποία συνεπάγονται δικαιώματα
και υποχρεώσεις για όλους μας.
Έρχεται
λοιπόν "ξαφνικά" ένας επενδυτής (σ.σ. η αναφορά για την επένδυση ΡΟΚΑ) που θέλει να βιομηχανοποιήσει το μισό νησί (και
αύριο, πιθανώς να ζητήσει και επέκταση), έτοιμος να υλοποιήσει μια επένδυση που καταργεί το προηγούμενο μοντέλο ανάπτυξης,
προκαλώντας ζημιά στον πολιτισμικό και φυσικό μας πόρο (όπως λένε όλοι οι
ειδικοί επιστήμονες), αλλά και στην ισορροπία της σχέσης του ανθρώπου με τον
τόπο του. Και σαν αντάλλαγμα τι δίνει; Ανάπτυξη; Όχι. Μόνο λίγες θέσεις
εργασίας (όσες δίνει μια μεμονωμένη, απλή μικρομεσαία επιχείρηση), αυξάνει την κίνηση στον
οικοδομικό κλάδο για 3 χρόνια (ενώ εμμέσως μειώνει την κίνηση σε άλλους κλάδους), δίνει 10-15€ σε κάθε νοικοκυριό δύο –και μόνο--
περιοχών το μήνα (τα οποία θα καταργηθούν στο μέλλον λόγω της αναμενόμενης ιδιωτικοποίησης
της ΔΕΗ, ενώ φορτώνει σε ΟΛΟΥΣ τους πολίτες το τεράστιο κόστος της υποθαλάσσιας
διασύνδεσης) και κάποια έσοδα στο δήμο (τα οποία θα «βαδίσουν» προς άγνωστους προορισμούς...), όπως του επιβάλλουν οι συμβατικές εκ του νόμου υποχρεώσεις του. Και τι μας
παίρνει;
Μας παίρνει το παρόν και το
μέλλον μας…