Στην Ελλάδα, η πολιτική δεν
παράγεται με αριστοτελικούς όρους, αλλά με όρους μεταπολιτευτικούς, των οποίων
η βάση είναι ο κομματισμός που συνεχίζει να κυριαρχεί παντού (αυτοδιοίκηση,
συνδικαλισμός, πανεπιστήμια, σύλλογοι, κ.α.), σε βάρος των θεσμών, της ανάπτυξης
και της προόδου, αλλά αρκετές φορές και της στοιχειώδους ανθρώπινης
αξιοπρέπειας.
Ελάχιστοι πολίτες γνωρίζουν σε
βάθος τις υπάρχουσες πολιτικές προσεγγίσεις, την ιστορία, τις αποκλίσεις και
τους συσχετισμούς τους. Τα σημερινά πολιτικά σχήματα δεν αντιστοιχούν σε ιδέες/ιδεολογίες, αλλά σε κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα. Παράλληλα, υπάρχει μια διευρυμένη προβληματική αντίληψη
ως προς την ιδιότητα, το ρόλο, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα του Πολίτη.
Ακόμα λιγότεροι είναι εκείνοι που ενδιαφέρονται να μελετήσουν διαφορετικές
φιλοσοφικές προσεγγίσεις και σχολές σκέψης στο κοινωνικό πεδίο: ντετερμινισμός,
ουμανισμός, εμπειρισμός, μπηχεβιορισμός, ουμανισμός, στρουκτουραλισμός,
μεταμοντερνισμός, μεταστρουκτουραλισμός. Στη βάση αυτών αναπτύσσονται οι
πολιτικές θεωρίες.
Εξίσου λίγοι πολίτες
ενδιαφέρονται να εξετάσουν τεκμηριωμένες, πρακτικές και υλοποιήσιμες προτάσεις
για την παιδεία, τον πολιτισμό, τον αθλητισμό, τη διαχείριση της κληρονομιάς,
τη διαχείριση του περιβάλλοντος και την οικολογία, τα εθνικά θέματα, την κοινωνική πολιτική, τη
μετανάστευση, την οικονομία, την εργασία, την αγορά, την τεχνολογία, κλπ,
μακριά από ιδεοληψίες. Δεν είναι τυχαίο το ότι οι πολιτικές μας σε όλους τους παραπάνω τομείς υστερούν πολύ έναντι άλλων ευρωπαϊκών… Παρόλο, λοιπόν, που επί της ουσίας δεν τους απασχολεί η πολιτική με τη σωστή της έννοια, πολλοί είναι εκείνοι που δηλώνουν έναν πολιτικό προσανατολισμό (συχνά κληρονομημένο) γιατί νιώθουν ότι «κάπου πρέπει να ανήκουν». Πρόκειται για το σύστημα «πολίτης-πελάτης» που χειραγωγείται και εξυπηρετείται από «τρίτους» και επιθυμεί την έκδοση πολιτικής κάρτας, ώστε να φροντίσει για τη διάδοση συγκεκριμένων συμφερόντων. Οι περισσότεροι από αυτούς φτάνουν σε σημείο να βαφτίζουν κάτι που δεν τους αρέσει με το όνομα της αντίπαλής τους ιδεολογίας, την οποία και αυτή δεν μπορούν να αποδώσουν σωστά (εδώ καλά-καλά δεν γνωρίζουν τη δική τους...), παρασυρμένοι από το φανατισμό και το μένος τους. Αναζητάνε αποδιοπομπαίους τράγους, αντί να ζητήσουν σοβαρά επιχειρήματα διότι δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο διάλογος, ούτε η κριτική σκέψη, αλλά η επιβολή στο «διαφορετικό». Ερμηνεύουν την πραγματικότητα με μονοδιάστατο τρόπο, βασιζόμενοι σε στερεότυπα, ιδεολογήματα και ιδεοληψίες (και όχι σε ιδέες ή ιδεολογίες), δίχως να δέχονται τη νέα γνώση (ίσως επειδή δεν είναι σε θέση να την επεξεργαστούν) ή νέα εργαλεία σκέψης προς διαμόρφωσης άποψης. Ως «δημοκρατία» διεκδικείται το δικαίωμα λόγου και η (ανταλλακτική) ψήφος, όχι η ελευθερία της σκέψης και η συμμετοχή/ενδιαφέρον για τα «κοινά» (πέρα από τα κομματικά, συνδικαλιστικά ή «εκλογικά» τους). Όλη αυτή η πραγματικότητα προωθείται, παράγεται και αναπαράγεται συνεχώς από τους σύγχρονους «δασκάλους των καιρών μας», δηλαδή τα ΜΜΕ.
Στην Ελλάδα, το πλαστό αστικό
δίπολο πολιτικής κατηγοριοποίησης «δεξιός-αριστερός» συνεχίζει να μονοπωλεί το
ενδιαφέρον του αγελαίου όχλου (όχι τυχαία) και να καλλιεργεί οπαδισμό. Δυστυχώς,
στις περισσότερες των περιπτώσεων, ο όρος «πολιτικοποιημένος» σήμερα δεν
υποδεικνύει έναν σκεπτόμενο πολίτη, αλλά τον οπαδό κάποιου δόγματος. Στην
αντίπερα όχθη βρίσκεται μια συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πολιτική σκέψη και άποψη που συνθέτει και δεν διχάζει τις μάζες
ώστε να ελέγχει τη βούληση τους και να δημιουργεί πόλωση (βλ. «διαίρει και
βασίλευε») όποτε το επιθυμεί. Το προαναφερθέν δίπολο
βασίζεται σε στερεότυπα. Τα στερεότυπα, ως υπερ-απλουστευμένες και
τυποποιημένες αντιλήψεις, δεν μπορούν να περιγράψουν την πολύπλοκη
πραγματικότητα, εφόσον σήμερα υπάρχουν ποικίλες τάσεις και πολυδιάστατες κριτικές αναλύσεις που αρκετές φορές είναι
δύσκολο να μπουν σε «καλούπια». Τα στερεότυπα εντάσσουν το άτομο σε ομάδες
(όπως είπαμε, πολλές φορές πρόχειρα και αυθαίρετα) και επιπλέον βασίζονται στην
υπόθεση ότι όλα τα άτομα μιας ομάδας έχουν κοινές ιδιότητες και χαρακτηριστικά
και σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Αυτό, σαν σκέψη, υποδηλώνει την απλουστευμένη
και απαίδευτη αντίληψη μεγάλης μερίδας του κόσμου και φυσικά αντίκειται στην ουμανιστική/ανθρωπιστική θεώρηση των πραγμάτων που έχει ως επίκεντρο τον Άνθρωπο.
Αν ποτέ μια τέτοια θεώρηση
αποκτούσε σάρκα και οστά στο ελληνικό πολιτικό γίγνεσθαι, αυτή θα βασίζονταν στον Άνθρωπο και όχι στο Χρήμα, θα έδινε έμφαση
στην ανεξαρτησία και στην ελεύθερη σκέψη και δράση, στην αξία της γνώσης, της κριτικής σκέψης, της συμμετοχής και της αφοσίωσης στην Κοινότητα και στην Πολιτεία,
στη Δημοκρατία της ευθύνης (όχι των πολιτικάντηδων, ούτε των συνδικάτων, του ατομοκεντρισμού και της οχλοκρατίας) και στην παραγωγή Έργου και στην ιεραρχική κατανομή δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Θα τάσσονταν υπέρ του μερικού ελέγχου της ελεύθερης αγοράς (όχι της απαγόρευσης,
ούτε του ασύδοτου νεοφιλελευθερισμού), της προώθησης και ανάδειξης των δεξιοτήτων μέσω της αξιοκρατίας, της προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας με έμφαση στη στήριξη των οικογενειακών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Θα ενδιαφέρονταν πραγματικά για την πνευματικότητα και την πρόταξη των
συλλογικών αγαθών της Παράδοσης και του Πολιτισμού, για τη διάδοση του υγιούς αθλητισμού και του ευγενούς πνεύματος του "ευ αγωνίζεσθαι", για τη διατήρηση και το σεβασμό της ανθρώπινης πολιτισμικής διαφορετικότητας, ταυτότητας, ισορροπίας και ποικιλίας, για τον πατριωτισμό και τη σημασία του έθνους-κράτους απέναντι στην ομογενοποίηση των υπερεθνικών --και συχνά κερδοσκοπικών-- δομών (μακριά από συνομωσιολογία, απομόνωση, δογματισμό, φανατισμό και λαϊκισμό), την ολοκληρωτική και άνευ όρων πάταξη της Διαφθοράς, την ανένδοτη καταπολέμηση του πελατειακού κράτους και για την τυφλή απόδοση Δικαιοσύνης. Θα έδινε βάση στην προώθηση της έρευνας, της παραγωγής γνώσης και της καινοτομίας και στην αξιοποίηση νέων τεχνολογιών και ανάπτυξη νέων εφαρμογών (αλλά όχι στον τεχνολογικό ντετερμινισμό σε βάρος του Ανθρώπου). Θα είχε ως σημαία την οικολογία, το σεβασμό, την επανάκτηση και αξιοποίηση του δημοσίου χώρου (όχι στο ξεπούλημα, αλλά ούτε και στην εγκατάλειψή του), την προστασία, ορθή διαχείριση και σχεδιασμό του τοπίου (ως ανθρωποκεντρική έννοια), την επαναπροσέγγιση της σχέσης του ανθρώπου-περιβάλλοντος και την ορθή
αξιοποίηση των φυσικών/ενεργειακών και πολιτισμικών μας πόρων με σεβασμό στο περιβάλλον, βάσει της κλίμακας του τόπου
και του τοπίου και των αναγκών της κάθε κοινότητας (προς επίτευξη αυτάρκειας
και ευζωίας).
Μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ευρωπαϊκό προσανατολισμό (προς μια ευρωπαϊκή ένωση των εθνών/λαών και όχι των αγορών και των τραπεζών) και θα αντίκειτο σε κάθε μορφή ισοπεδωτισμού, λαϊκισμού και ολοκληρωτισμού. Θα προήγαγε τις Τέχνες, τα Γράμματα και τις Επιστήμες μέσα από μια σύζευξη ορθολογισμού, ρομαντισμού, ιδεαλισμού και αισθητισμού, έχοντας ως ζητούμενο την Ποιότητα, την πραγματική Ελευθερία και την Πολιτισμική Αναγέννηση και ως έμβλημα το Ξίφος και την Πένα.
Μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ευρωπαϊκό προσανατολισμό (προς μια ευρωπαϊκή ένωση των εθνών/λαών και όχι των αγορών και των τραπεζών) και θα αντίκειτο σε κάθε μορφή ισοπεδωτισμού, λαϊκισμού και ολοκληρωτισμού. Θα προήγαγε τις Τέχνες, τα Γράμματα και τις Επιστήμες μέσα από μια σύζευξη ορθολογισμού, ρομαντισμού, ιδεαλισμού και αισθητισμού, έχοντας ως ζητούμενο την Ποιότητα, την πραγματική Ελευθερία και την Πολιτισμική Αναγέννηση και ως έμβλημα το Ξίφος και την Πένα.
Σήμερα, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει κάτι τέτοιο… Τα στερεότυπα, η πόλωση, ο καταναλωτισμός, η κουλτούρα του μαζανθρώπου και ο οπαδικός χαρακτήρας άσκησης πολιτικής συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να ορίζουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Το αύριο, όμως, χτίζεται και δεν είναι ίδιο με το σήμερα... Και ο Έλληνας Άνθρωπος θα πρέπει να το χτίσει όχι μέσα από οικονομικούς και καταναλωτικούς όρους, όχι μέσα από την κουλτούρα των ΜΜΕ, όχι μέσα από τις ρητορείες σύγχρονων πολιτικολόγων της μεταπολίτευσης, ούτε μέσα από αυταρχικές πρακτικές, συμπλεγματικές ρητορικές, αγχόνες, κραυγές και πυροτεχνηματικές «ανατροπές» δίχως σχέδιο και όραμα, αλλά μέσα από τους αθάνατους στίχους του μεγάλου Κώστα Ουράνη: «οι Δον Κιχώτες παν μπροστά και οι Σάντσοι ακολουθάνε.»